Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ 

Το παρελθόν διδάσκει:

Διαχρονικά η συνταγματική αναθεώρηση αξιοποιείται για να εξασφαλίσει την κατοχύρωση σε νόμο των εκάστοτε γενικών επιδιώξεων της αστικής τάξης. Και μάλιστα σε συνταγματικό νόμο, που έχει τυπικά αυξημένη ισχύ και στη συνείδηση ευρύτερων λαϊκών μαζών ενέχει τη θέση του υπέρτατου, υπερταξικού, προς όφελος όλης της κοινωνίας νόμου, αποκρύπτοντας τον βαθιά ταξικό του χαρακτήρα, τη σύμφυσή του με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης.

Φυσικά υπάρχουν συγκλίσεις ή αποκλίσεις των αστικών κομμάτων τη συγκεκριμένη στιγμή, ως αποτέλεσμα και των αντιθέσεων μέσα στους κόλπους της ίδιας της αστικής τάξης, όμως, σε κάθε περίπτωση, η αναθεώρηση του Συντάγματος αντανακλά ή και προωθεί τις νέες κάθε φορά ανάγκες του κεφαλαίου. Σε αυτήν την κατεύθυνση, όσο και να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, συμπλέουν ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Γεγονός που επίσης δεν συμβαίνει πρώτη φορά. Αποτυπώθηκε, για παράδειγμα, ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, κατά την οποία, η αναθεώρηση της συντριπτικής πλειοψηφίας από τα 79 συνολικά άρθρα έγινε δεκτή από τα 4/5 του συνολικού αριθμού των βουλευτών.

Η πείρα του 2001

Στην προμετωπίδα της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 βρίσκονταν οι ανάγκες του κεφαλαίου για κατοχύρωση και προώθηση της απρόσκοπτης ένταξης στην ΟΝΕ και την Ευρωζώνη, της απελευθέρωσης μιας σειράς κλάδων της οικονομίας από την κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία. Επίσης, προκειμένου να επιτυγχάνεται δημοσιονομική σταθερότητα για να προχωράνε τα παραπάνω, στόχευε στη δραστική μείωση των δαπανών της κοινωνικής πολιτικής που υλοποιήθηκε μεταπολεμικά λόγω των αναγκών της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής, με δεδομένη βέβαια και την πίεση από τις κατακτήσεις της Σοβιετικής Ενωσης, που λειτουργούσαν σαν φάρος για τα εργατικά – λαϊκά κινήματα των χωρών όλου του κόσμου. Οι παραπάνω στόχοι, που αποτελούσαν κοινό τόπο για ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, είχαν ως αποτέλεσμα τη διευρυμένη συναίνεση στη συντριπτική πλειοψηφία των διατάξεων στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.

Την ίδια στιγμή, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ τέθηκαν στη συζήτηση μια σειρά από προτάσεις και παρατηρήσεις, η απόρριψη των οποίων, σε συνδυασμό με μια σειρά αλλαγές σε διατάξεις προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι παραπάνω κατευθύνσεις, επιβεβαίωνε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο τη σαφή τάση αντιδραστικοποίησης στην πορεία αναθεώρησης των Συνταγμάτων.

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

  • Την άρνηση κατοχύρωσης του δικαιώματος της απεργίας αλληλεγγύης και της πολιτικής απεργίας.
  • Την αναφορά ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν μπορεί να τάσσονται υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος σε εκδηλώσεις που έχουν σχέση με τα καθηκόντά τους.
  • Την απαγόρευση του δικαιώματος για απεργία στα Σώματα Ασφαλείας και στους δικαστικούς.
  • Την κατάργηση ως κύριας ποινής του θεσμού της εκτόπισης, αλλά τη διατήρησή της ως επικουρικής, ως παρεπόμενης ποινής, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν στην περίπτωση ποινικοποίησης μιας πολιτικής, συνδικαλιστικής δραστηριότητας.
  • Τη θέσπιση των λεγόμενων Ανεξάρτητων Αρχών, οι οποίες λειτουργούν ως όργανα νομιμοποίησης της εξουσίας και των συμφερόντων του κεφαλαίου.
  • Τη λεγόμενη αποκέντρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με σαφή στόχευση τη μεταφορά του οικονομικού βάρους κοινωνικών λειτουργιών στις πλάτες του λαού μέσω της αύξησης της φορολογίας.
  • Αλλά και τη σύσταση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, η οποία απέβλεπε στη θεσμοθέτηση της «ταξικής συνεργασίας» με το προσχηματικό επιχείρημα της ισότιμης συμμετοχής των εκπροσώπων της εργοδοσίας και των εργαζομένων (στην ίδια γραμμή και τα περί καθορισμού του κατώτατου μισθού από τους «κοινωνικούς εταίρους» στην τωρινή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ).
Η πείρα του 2008

Τον στόχο της περαιτέρω ενσωμάτωσης της Ελλάδας στις διαδικασίες της καπιταλιστικής ενοποίησης στο πλαίσιο της ΕΕ, της εξάλειψης κάθε εμποδίου για την απρόσκοπτη επιχειρηματική δράση ώστε να συσσωρεύεται μεγαλύτερος πλούτος στα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων, για τη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων εξυπηρετούσαν οι προτάσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στη συνταγματική αναθεώρηση του 2008. Χαρακτηριστική ήταν, για παράδειγμα, η κοινή στόχευση για μεταφορά νέων αρμοδιοτήτων του κράτους στην Τοπική Διοίκηση με τη συνεπαγόμενη επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων. Ακόμα και οι όποιες αντιθέσεις τους διατυπώνονταν στο έδαφος της καλύτερης ικανοποίησης των αναγκών των επιχειρηματικών ομίλων (η αντίθεση του ΠΑΣΟΚ για παράδειγμα στην αναθεώρηση του Άρθρου 24 για τον δασικό πλούτο, με την αιτιολογία ότι η προϋπάρχουσα αναθεώρηση την περίοδο της διακυβέρνησής του ήταν επαρκής για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου). Τελικά, αναθεωρήθηκαν μόλις τρία και περιορισμένης σημασίας άρθρα (απαλείφθηκε το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, αναθεωρήθηκαν τα σχετικά με την ψήφιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού και θεσπίστηκε η πρόβλεψη λήψης μέτρων όχι μόνο υπέρ των νησιωτικών αλλά και των ορεινών περιοχών).

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι δεν προχώρησε η αναθεώρηση στο εύρος των αρχικών επιδιώξεων, λόγω και διαφοροποιήσεων ηγετικών στελεχών των κομμάτων αυτών, άνοιξε τη συζήτηση στα αστικά κόμματα για την αναθεώρηση της ίδιας της αναθεωρητικής διαδικασίας, όπως αυτή προβλέπεται στο Αρθρο 110 του Συντάγματος.

Αποπροσανατολισμός και ενσωμάτωση

Η όλη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση στόχο έχει, πέραν των αναγκών της αστικής τάξης για θεσμική θωράκιση της καπιταλιστικής οικονομίας και του πολιτικού συστήματος, να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους, τα λαϊκά στρώματα από τους πραγματικούς υπεύθυνους της επίθεσης που δέχονται. Γι’ αυτό επίσης παρουσιάζουν τα φαινόμενα διαφθοράς αποκομμένα απ’ τη συγκεκριμένη βάση που τα γεννά, τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, ώστε να βλέπουν οι εργαζόμενοι το δέντρο και να χάνουν το δάσος. Ταυτόχρονα, συνεχίζει να ζυμώνεται στη συνείδησή τους ο υπερταξικός χαρακτήρας του Συντάγματος, ώστε να αποτελέσει κοινό τόπο, να ταυτιστούν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα με τους στόχους και τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Στην ίδια ρότα φυσικά και η έναρξη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης. Στόχο έχουν εν προκειμένω, χωρίς να υποτιμάμε και τη δημιουργία εντυπώσεων προεκλογικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα, την εξασφάλιση μέσω νόμων συνταγματικής ισχύος της μεγαλύτερης κυβερνητικής σταθερότητας και της αναπαλαίωσης του πολιτικού συστήματος, προκειμένου να ανακόψει την τάση απαξίωσής του στη λαϊκή συνείδηση. Γιατί, όσο πιο σταθερές είναι οι αστικές κυβερνήσεις και γενικότερα το αστικό πολιτικό σύστημα, τόσο καλύτερα ενορχηστρωμένη είναι και η επίθεση απέναντι στη ζωή και τα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού, της νεολαίας.

Αλλά αυτή η πρεμούρα για κυβερνητική και πολιτική σταθερότητα, για ευρύτερες συναινέσεις μεταξύ των αστικών πολιτικών δυνάμεων, δείχνει εκτός των άλλων την ανησυχία της αστικής τάξης και των κομμάτων της για τη διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια. Γι’ αυτό τρέχουν οι «φρόνιμοι» να μαγειρέψουν πριν πεινάσουν. Ομως η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα έχουν τη δύναμη να τους πάρουν την μπουκιά από το στόμα, να πουν την τελευταία λέξη. Βάζοντας στο επίκεντρο τις δικές τους ανάγκες, με οργάνωση και πάλη για την ικανοποίησή τους, απέναντι στα συμφέροντα της αστικής τάξης και των κομμάτων της, στην αντιλαϊκή καταιγίδα που συνεχίζεται. Με ισχυρό ΚΚΕ, να αντιτάξουν τη δική τους δύναμη, μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία, που θα βάλει στο στόχαστρο και θα νικήσει τον πραγματικό αντίπαλο, την αστική τάξη και τους συμμάχους, το κράτος και τους νόμους της.

  • Της Μαρίνας ΛΑΒΡΑΝΟΥ, μέλους του Τμήματος Λαϊκών Ελευθεριών και Δικαιοσύνης της ΚΕ του ΚΚΕ, στον”Ριζοσπάστη” του Σαββατο-Κύριακου 10-10 Νοέμβρη 2018

 

Στις ελληνικές καλένδες ο διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας και … «Άγιο Ταμείο» για μπίζνες

Τη διαιώνιση και ενίσχυση ιστορικών εκκρεμοτήτων – και όχι την επίλυσή τους, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση – πετυχαίνει η συμφωνία που ανακοίνωσαν την περασμένη βδομάδα ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Βασική ιστορική εκκρεμότητα που θα έπρεπε να είχε λυθεί εδώ και δεκαετίες και την οποία δεν «ακουμπάει» ούτε η συνταγματική αναθεώρηση που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι το ζήτημα του πλήρους διαχωρισμού κράτους – Εκκλησίας.

Ετσι, ένα υπερώριμο αίτημα παραπέμπεται ξανά στις ελληνικές καλένδες, τη φορά αυτή από την «αριστερή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η εκκοσμίκευση του κράτους, της Εκπαίδευσης, όλων των θεσμών, συντελέστηκε σε πολλές χώρες από την ίδια την αστική τάξη και το κράτος της, από την περίοδο ακόμα της Γαλλικής Επανάστασης και στη συνέχεια το 19ο αιώνα, πριν ακόμα από την Οκτωβριανή Επανάσταση και την εμφάνιση των σοσιαλιστικών κρατών, κατά τον 20ό αιώνα.

Αντ’ αυτού, κυβέρνηση και Εκκλησία κατέληξαν σε ένα «πάρε – δώσε», το οποίο, εκτός από τον συνταγματικό εναγκαλισμό τους, αναβαθμίζει και τον επιχειρηματικό.

Η συμφωνία παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ως συμφωνία «εξορθολογισμού» των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας.

Προσπάθησε μάλιστα να την εντάξει στην αντιπαράθεση με τη ΝΔ, στο δίπολο «πρόοδος – συντήρηση», χωρίς όμως να το πετύχει, αφού η ΝΔ χαιρέτισε εξαρχής τη συμφωνία, διεκδικώντας μάλιστα την πατρότητα πολλών από τους όρους που περιλαμβάνει.

Επιβεβαιώθηκε έτσι για μια ακόμη φορά, όπως και στις προτάσεις τους για τη συνταγματική αναθεώρηση, όπου επίσης ταυτίζονται σε πολλές απ’ αυτές, ότι ο καβγάς τους γίνεται πάνω σε κάλπικες διαχωριστικές γραμμές, όταν μιλάμε για τα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα του κεφαλαίου.

Τα βασικά σημεία της συμφωνίας

Θυμίζουμε ότι στα βασικά της σημεία, η συμφωνία προβλέπει τον «αποχαρακτηρισμό» των κληρικών ως «δημοσίων υπαλλήλων» αλλά συνέχιση της μισθοδοσίας τους από το κράτος, με τη μορφή επιδότησης προς την Εκκλησία, ως αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε το κράτος με τον αναγκαστικό νόμο 1731/1939, με τίμημα που υπολείπεται της αξίας της.

Η ετήσια κρατική επιδότηση, που υπολογίζεται στα 200 εκατ. ευρώ, θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και «προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας», ενώ διασφαλίζονται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων.

Στο ενδεχόμενο μελλοντικής αύξησης του αριθμού των κληρικών, δεν προβλέπεται και αύξηση της κρατικής επιδότησης. Από την πλευρά της, η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη συμφωνία «παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία».

Στον απόηχο της συμφωνίας, που παρουσιάζεται από τα δύο μέρη ως «ιστορική τομή», η κυβέρνηση «τάζει» 10.000 προσλήψεις στο Δημόσιο, όσοι είναι οι κληρικοί που αποχωρούν, σε εφαρμογή της μνημονιακής δέσμευσης «μία πρόσληψη για καθεμία αποχώρηση», που δεν ανταποκρίνεται βέβαια στις πραγματικές και επείγουσες ανάγκες στην Υγεία, στην Παιδεία και αλλού.

Μέσω Ταμείου ξεκινούν οι μπίζνες

Το χαρακτηριστικότερο όμως κομμάτι της συμφωνίας είναι αυτό που προβλέπει τη δημιουργία «Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας», που θα συνδιοικείται από το κράτος και την Εκκλησία. Συγκεκριμένα, δύο μέλη του ΔΣ του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία, δύο από την ελληνική κυβέρνηση και ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.

Μέσω αυτού του …«Αγίου Ταμείου», ανοίγει ουσιαστικά ο δρόμος ώστε να υλοποιηθούν επιχειρηματικά σχέδια και προσδοκίες δεκαετιών πάνω σε εκτάσεις – φιλέτα που βρίσκονται σε όλη τη χώρα.

Πρόκειται για εκτάσεις που η Εκκλησία διεκδικούσε ως ιδιοκτησία της και τις οποίες μέχρι τώρα δεν μπορούσε να αξιοποιήσει, αφού βρισκόταν σε διαμάχη με το Δημόσιο, φορείς και συλλόγους. Αυτό ουσιαστικά είναι το νέο στοιχείο που έρχεται να συμπληρώσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε όσα είχε υλοποιήσει η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ με την ίδρυση της «Εταιρείας Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας ΑΕ» το 2013. Στο εν λόγω Ταμείο, λοιπόν, εκτός από την περιουσία που φέρεται να αναγνωρίζεται ως ιδιοκτησία της Εκκλησίας, εντάσσονται πλέον και εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα αμφισβητούμενων εκτάσεων.

Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς είχε τοποθετηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ το 2013, όταν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν φέρει στη Βουλή το συγκεκριμένο θέμα για τη σύσταση της εταιρείας αξιοποίησης εκκλησιαστικής περιουσίας. Στη συζήτηση που είχε γίνει στις 28 Αυγούστου του 2013, ο Νίκος Βούτσης εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ είχε πει ανάμεσα σε άλλα:

«Για να μην κοροϊδευόμαστε: Αν διαβάσει κανείς απολύτως απροκατάληπτα όλη την αιτιολογική έκθεση και τα άρθρα, θα έχει πληθώρα ερωτημάτων για το τι είναι αυτή η εταιρεία (…) Υπάρχει ερωτηματικό και σε σχέση με αυτό που αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, ότι η διαχείριση δεν έγινε δυνατόν να γίνει. Εναν λέει από τους παράγοντες που συντελούν στη μη αξιοποίηση, το οποίο δεν παρέχει πολλές δυνατότητες στις προσπάθειες των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων να προχωρήσουν σε δράσεις. Ποιο είναι αυτό το νομοθετικό πλαίσιο που δυσκολεύει την Εκκλησία; Μήπως είναι οι περιβαλλοντικοί όροι, αποφάσεις του ΣτΕ, δασικές εκτάσεις, η Βουλιαγμένη, η Πάρνηθα, η Πεντέλη; Οσον αφορά την πρόταση που γίνεται σχετικά με την Πεντέλη, μιλάμε για εκατοντάδες στρέμματα για αξιοποίηση, ενεργειακά κ.λπ.».

Στην ουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούσε τότε και έλεγε πως ο λόγος για να συσταθεί μια τέτοια εταιρεία ήταν να ξεπεραστούν τα όποια νομικά εμπόδια, προκειμένου να μπορέσει η Εκκλησία είτε να προχωρήσει σε επιχειρηματική ή οικοδομική αξιοποίηση της περιουσίας της η ίδια είτε να μπορέσει να πουλήσει κάποιες από αυτές τις εκτάσεις σε επιχειρηματικούς ομίλους. Και αυτό το έλεγε για εκτάσεις που δεν αμφισβητούνταν και που θεωρούνταν περιουσία της Εκκλησίας. Τώρα, έρχεται η κυβέρνηση και βάζει μέσα σε αυτές και τις αμφισβητούμενες εκτάσεις, με τον όρο να γίνουν οι μπίζνες συνεταιρικά με την Εκκλησία 50% – 50%. Και αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για «φιλέτα» σε Πεντέλη, Πάρνηθα, Υμηττό, Βουλιαγμένη, Ποικίλο Όρος, τότε είναι εύκολα αντιληπτό το τι ακριβώς αποφασίστηκε στη συνάντηση Τσίπρα – Ιερώνυμου την περασμένη Τρίτη.

Για να μπορέσει να αντιληφθεί κάποιος τα μεγέθη, αξίζει να αναφέρουμε το εξής:

Σύμφωνα με κάποια στοιχεία, η Εκκλησία έχει στην κατοχή της περιουσία σε δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις η οποία αγγίζει τα 855.730 στρέμματα σε όλη τη χώρα. Πλέον αυτών, διεκδικεί πολλά μεγάλα κομμάτια γης, για πολλά από τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη χρόνιες δικαστικές διαμάχες. Μάλιστα, είναι πολλές οι περιπτώσεις που η Εκκλησία καταφέρνει να αποσπάσει αυτές τις εκτάσεις, οι οποίες αργότερα οικοπεδοποιούνται!

Η περίπτωση της Πετρούπολης

Αξίζει να αναφέρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:

Ο Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Λαμίας διεκδικεί το Ποικίλο Ορος. Εκτός όμως από αυτό, έχει προσφύγει στα δικαστήρια και διεκδικεί σχεδόν το 1/3 της Πετρούπολης! Συγκεκριμένα, ζητά να αναγνωριστεί αποκλειστικός κύριος σε ένα μεγάλο τμήμα της έκτασης Πεύκα Βέρδη, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Μάλιστα, κατά την κτηματογράφηση του δήμου υπέβαλε στο Κτηματολόγιο δηλώσεις κυριότητας σε 7.200 στρέμματα στη Δυτική Αθήνα, από τα οποία τα 3.200 στρέμματα (αδόμητα και δομημένα) βρίσκονται στο δήμο. Δήλωσε δηλαδή σχεδόν το 1/3 της Πετρούπολης, ενώ υπέβαλε ενστάσεις και διεκδικεί 417 αδόμητα γεωτεμάχια εντός σχεδίου (ιδιόκτητα οικόπεδα, κοινόχρηστους χώρους, νησίδες, πλατείες κ.λπ.) και 65 γεωτεμάχια εκτός σχεδίου.

Ο δήμος Πετρούπολης έχει παρέμβει δικαστικά υπέρ του ελληνικού Δημοσίου και δεν έδινε βεβαιώσεις ΤΑΠ στους διεκδικητές της έκτασης αυτής, με συνέπεια να έχουν υποστεί οι δήμαρχοι και ποινικές διώξεις, έχει ενημερώσει όλα τα πολιτικά κόμματα (πλην της Χρυσής Αυγής), έχει πραγματοποιήσει αλλεπάλληλες συναντήσεις με τους υπεύθυνους από την Περιφέρεια, το ελληνικό Δημόσιο κ.λπ., έστειλε επιστολή στον πρωθυπουργό. Αξίζει, επίσης, να σημειώσουμε πως η στάση του Δημοσίου είχε προκαλέσει εύλογα ερωτήματα, καθώς η Κτηματική Υπηρεσία δεν υπέβαλε δηλώσεις ιδιοκτησίας για τη δημόσια δασική γη, παρά το εξώδικο που της κοινοποίησε ο δήμος, και από το 2008 το ΥΠΕΚΑ δεν έχει εγκρίνει τη μελέτη της τεχνικής υπηρεσίας του δήμου για την αναθεώρηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχής Αγ. Τριάδα (Πεύκα Βέρδη), με την οποία ο δήμος θα σώσει αδόμητη έκταση εμβαδού 100 στρ. στην Αγία Τριάδα, χαρακτηρίζοντάς την κοινόχρηστο χώρο.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις (όπως και στην Πετρούπολη) που η Εκκλησία έχει εγείρει διεκδικήσεις, υπήρξαν παρεμβάσεις και κινητοποιήσεις εργατικών – λαϊκών φορέων με αποτέλεσμα να αποτρέψουν σχέδια επιχειρηματικής αξιοποίησης. Και μέχρι τώρα το είχαν καταφέρει. Τώρα, έρχεται η κυβέρνηση και λέει ότι όχι μόνο δεν θα ανήκουν στο Δημόσιο αυτές οι εκτάσεις, αλλά κράτος και Εκκλησία θα τις αξιοποιήσουν επιχειρηματικά εξ ημισείας…

  • “Κ. Πασ.” στον “Ριζοσπάστη του Σαββατο-Κύριακου 10-11 Νοέμβρη 2018